προσρητός

προσρητός
-ή, -όν, Α [προσλέγω]
(για χρόνο) αυτός κατά τη διάρκεια τού οποίου γίνονται οι προσρήσεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προσρητικός — ή, όν, Α [προσρητός] αυτός που γίνεται με πρόσρηση, με προσαγόρευση, με χαιρετισμό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”